Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στύψη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στύψη η [stípsi] Ο31 : (χημ.) είδος θειικού άλατος που χρησιμοποιείται κυρίως στην ιατρική. || προπαρασκευαστική διαδικασία για τη βαφή υφασμάτων.

[αρχ. στῦψις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες