Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στύση η [stísi] Ο31 : (βιολ.) η αύξηση των διαστάσεων, η σκλήρυνση και η ανόρθωση του ανδρικού γεννητικού οργάνου (και αντίστοιχα της κλειτορίδας των γυναικών), που προκαλείται από τη σεξουαλική διέγερση: ~ του πέους / της κλειτορίδας.
[λόγ. < αρχ. στύ(ω) `καυλώνω΄ -σις > -ση]