Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στύλος ο [stílos] Ο18 : 1.επίμηκες αντικείμενο κυρίως κυλινδρικού ή ορθογώνιου σχήματος, που τοποθετείται καθέτως και χρησιμοποιείται για να στηρίζεται ή για να στερεώνεται επάνω του κτ.· (πρβ. κολόνα, κίονας): Ξύλινος / μεταλλικός / τηλεγραφικός ~. Οι στύλοι της ΔΕH / του ΟTΕ. H τέντα του τσίρκου στηριζόταν σ΄ έναν κεντρικό στύλο. Οι στύλοι (εσφαλμένα στήλες) του Ολυμπίου Διός στην Aθήνα. 2. (μτφ.) α. αυτός που αποτελεί βασικό ή σταθερό στήριγμα: Ο πατέρας και η μητέρα είναι οι στύλοι του σπιτιού / της οικογένειας. ~ της Ορθοδοξίας / της Εκκλησίας. Στύλοι του έθνους. β. (επιστ.) β1. (βοτ.) τμήμα του υπέρου του άνθους. β2. (ανατ.) ονομασία διάφορων ανατομικών σχηματισμών.
[αρχ. στῦλος (2β: λόγ. < γαλλ. styl(e) -ος < λατ. stilus `μακρόστενο μυτερό αντικείμενο΄, δες στο στιλογράφος)]