Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στόμφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στόμφος ο [stómfos] Ο18 : επιτηδευμένος τρόπος στην εκφορά του λόγου, που με τις δραματικές αυξομειώσεις της φωνής δίνει έναν τόνο σπουδαιό τητας, μεγαλοπρέπειας ή και αλαζονείας: Aνακοίνωσε με πολύ στόμφο τις αποφάσεις του. Διάβασε το κείμενο με χαμηλή και ήρεμη φωνή, χωρίς στόμφο. Tο παλαιό θέατρο βασιζόταν στο στόμφο της απαγγελίας. || επιτηδευμένο, πομπώδες ύφος σε γραπτό λόγο.

[λόγ. < ελνστ. στόμφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες