Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στόμφος ο [stómfos] Ο18 : επιτηδευμένος τρόπος στην εκφορά του λόγου, που με τις δραματικές αυξομειώσεις της φωνής δίνει έναν τόνο σπουδαιό τητας, μεγαλοπρέπειας ή και αλαζονείας: Aνακοίνωσε με πολύ στόμφο τις αποφάσεις του. Διάβασε το κείμενο με χαμηλή και ήρεμη φωνή, χωρίς στόμφο. Tο παλαιό θέατρο βασιζόταν στο στόμφο της απαγγελίας. || επιτηδευμένο, πομπώδες ύφος σε γραπτό λόγο.
[λόγ. < ελνστ. στόμφος]