Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στόμιο το [stómio] Ο40 : 1. άνοιγμα που επιτρέπει την είσοδο ή την έξοδο: α. σε έναν ή από έναν ευρύτερο σε έκταση χώρο: Tο ~ μιας σπηλιάς / ενός λιμανιού. || ~ ποταμού, οι εκβολές. β. από ένα χώρο ή μια κατασκευή που έχει σωληνοειδές σχήμα: Tο ~ του πηγαδιού. ~ εξαερισμού. Tο ~ της κάννης του όπλου. || (ανατ.) οπή ή σχισμή στην είσοδο ή στην έξοδο ενός οργάνου: Tο ~ της μήτρας / της ουρήθρας. 2. το διαπλατυσμένο άκρο ενός πνευστού μουσικού οργάνου, που έχει σχήμα χωνιού: Tο ~ του φαγκότου.
[λόγ. < αρχ. στόμιον (υποκορ. του αρχ. στόμα)]