Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στυτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στυτικός -ή -ό [stitikós] Ε1 : που προκαλεί στύση, γενετήσια διέγερση: Στυτικές ουσίες.

[λόγ. < ελνστ. στυτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες