Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στυλώνω [stilóno] -ομαι Ρ1 : 1.στηρίζω, στερεώνω κτ.: Στύλωσα την πόρτα με μια καρέκλα για να μην κλείνει. ~ τη σκάλα στον τοίχο. 2. (μτφ.) α. δυναμώνω, τονώνω: Tρώω / πίνω κτ. για να στυλωθώ. Έφαγε μια ζεστή σούπα και στυλώθηκε. β. κρατώ κτ. ακίνητο, ακινητοποιώ: Ο γάιδαρος στύλωσε τα πόδια του και δεν έκανε βήμα. ~ το βλέμμα μου / τα μάτια μου, τα προσηλώνω σε ένα σημείο. (έκφρ.) τα ~, πεισμώνω, επιμένω αμετακίνητα σε μια γνώμη, άποψη: Tα στύλωσε και δεν τον αλλάζεις με τίποτε.
[μσν. στυλώνω < ελνστ. στυλ(ῶ) -ώνω]