Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στυλοβάτης ο [stilovátis] Ο10 θηλ. (στη σημ. 2) στυλοβάτρια [stilovátria] & στυλοβάτισσα [stilovátisa] Ο27 : 1.η βάση στύλου, το υπόβαθρο. || (αρχαιολ.) το ανώτερο τμήμα της κρηπίδας αρχαίου ναού, που πάνω του στηρίζονταν οι κίονες. 2. (μτφ.) ο θεμελιωτής, ο κύριος υποστηρικτής: ~ του καθεστώτος / της δημοκρατίας. Ο πατέρας / η μητέρα είναι ο ~ της οικογένειας.
[λόγ.: 1: αρχ. στυλοβάτης· 2: σημδ. γαλλ. soutien· λόγ. στυλοβά(της) -τρια· λόγ. στυλοβάτ(ης) -ισσα]