Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρώσιμο το [strósimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στρώνω: Tο ~ του χαλιού / του κρεβατιού / του τραπεζιού. Tο ~ του δρόμου με άσφαλτο. Tο ~ της μηχανής του αυτοκινήτου. Xρειάζεται ~ (στο διάβασμα).
[στρωσ- (στρώνω) -ιμο]