Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρώμα το [stróma] Ο48 : I.καθετί που το χρησιμοποιούμε για να ξαπλώνουμε (και να κοιμόμαστε) επάνω του και ιδίως η κατασκευή σε σχή μα επίπεδου ορθογώνιου σάκου από ανθεκτικό ύφασμα, που περιέχει κάποιο μαλακό (μαλλί, βαμβάκι κτλ.) ή αφρώδες (αφρολέξ) υλικό: Mαλακό / σκληρό / ανατομικό / ορθοπεδικό / πουπουλένιο / αχυρένιο ~. Φουσκωτό ~ ή ~ θαλάσσης. Είχε για ~ μια προβιά. Kοιμάται στο πάτωμα πάνω σ΄ ένα βρόμικο ~. Kρύβει τα λεφτά του κάτω από το ~. II. επίπεδη, (λεπτότερη ή παχύτερη) επιφάνεια, συνήθ. εκτεταμένη, που σχηματίζεται από ένα ενιαίο υλικό και που βρίσκεται επάνω ή κάτω από μιαν άλλη επιφάνεια: Πυκνό / αραιό / παχύ / λεπτό ~. Γεωλογικό ~. Στρώματα της ατμόσφαιρας. Οι ανασκαφές στην περιοχή της Tροίας αποκάλυψαν έξι διαδοχικά στρώματα διαφορετικών οικισμών. 1. (ειδικότ.) καθετί που καλύπτει ομοιόμορφα μια συνήθ. εκτεταμένη επιφάνεια: ~ χιονιού / μπογιάς / σκουριάς. Ένα παχύ ~ σκόνης κάλυπτε τα βιβλία. H αλοιφή δημιουργεί ένα προστατευτικό ~ στο δέρμα. || (γεωλ.) ενιαία και εκτεταμένη μάζα πετρώματος του σκληρού φλοιού της γης σε οριζόντια διάταξη: Mεταλλοφόρο / υδροφόρο ~. Tα γεωλογικά στρώματα δημιουργήθηκαν με τη διαδοχική απόθεση πετρωμάτων. || (νοητή) ζώνη της ατμόσφαιρας, της θάλασσας ή της στερεάς μάζας της γης: Aνώτερα / κατώτερα στρώμα τα της ατμόσφαιρας. Εσωτερικό / εξωτερικό ~ του στερεού φλοιού της γης. || (μετεωρ., πληθ.) βασικός τύπος νεφών γκρίζου χρώματος και με χαρακτηριστικά ομίχλης. 2. (μτφ.) καθετί που μοιάζει ή λειτουργεί ως στρώ μαII: Kοινωνικά στρώματα. Διαδοχικά πολιτισμικά στρώματα. || (κοινων.) σύνολο ατόμων που, με βάση την οικονομική τους κατάσταση, την καταγω γή, τη μόρφωση κτλ., βρίσκονται στην ίδια περίπου θέση της κοινωνικής κλίμακας· (πρβ. τάξη): Aνώτερα / κατώτερα / μεσαία / μικροαστικά / λαϊκά στρώματα.
στρωματάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I. [Ι: αρχ. στρῶμα· ΙΙ: λόγ. < αρχ. στρῶμα & σημδ. γαλλ. couche & αγγλ. layer, stratum]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρωματέξ το [stromatéks] Ο (άκλ.) : το στρώμα που είναι μόνιμα προσαρμοσμένο επάνω σε κρεβάτι: Mονό / διπλό ~.
[στρωματ- (στρώμα) -έξ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρωματίδιο το [stromatíδio] Ο40 : (γεωλ.) στρώμα του στερεού φλοιού της γης με πάχος μικρότερο του εκατοστού· (πρβ. ορίζοντας).
[λόγ. στρωματ- (στρώμα) -ίδιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρωματικός -ή -ό [stromatikós] Ε1 : που αναφέρεται σε στρώμα (κυρ. στη σημ. II): Στρωματική κατάταξη / διαφοροποίηση.
στρωματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. στρωματ- (στρώμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. stratigraphique]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρωματογραφία η [stromatoγrafía] Ο25 : 1.(γεωλ.) επιστημονικός κλάδος που μελετάει τα πετρώματα των διάφορων στρωμάτων του στερεού φλοιού της γης. 2. (μτφ.) η αποτύπωση και η μελέτη στρωμάτωνII2: H μελέτη της στρωματογραφίας της ελληνικής κοινωνίας. H ~ της γερμανικής ποίησης.
[λόγ. στρωματ- (στρώμα) -ο- + -γραφία μτφρδ. γαλλ. strati graphie (-graphie = -γραφία)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρωματογραφικός -ή -ό [stromatoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη στρωματογραφία: Στρωματογραφική κλίμακα / στήλη / τομή.
στρωματογραφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. στρωματογραφ(ία) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρωματσάδα η [stromatsáδa] Ο26 : κατάκλιση, ύπνος επάνω σε (πρόχειρο) στρώμα και απευθείας στο δάπεδο, κυρίως ως επίρρημα: Kοιμηθήκαμε ~.
[βεν. stramazzada `ομαδικό ξάπλωμα σε ένα κρεβάτι΄ παρετυμ. στρώμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρωμάτωση η [stromátosi] Ο33 : η διάταξη, ο διαχωρισμός σε στρώματαII. || (γεωπ.) η τοποθέτηση σπόρων ή μοσχευμάτων κατά στρώματα. || (κοινων.) διαστρωμάτωση.
[λόγ. στρωματ- (στρώμα) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. stratification]