Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρόντιο το [stróndio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα: ~ 90, ραδιενεργό ισότοπο του στροντίου.
[λόγ. < νλατ. stront(ium) -ιον < τοπων. Strontian (όν. χωριού της Σκωτίας όπου πρωτοβρέθηκε)]