Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρωτός -ή -ό [strotós] Ε1 : 1.που τον έχουν στρώσει, με αποτέλεσμα να είναι ομαλός, κανονικός: ~ δρόμος. || (για ένδυμα) που εφαρμόζει καλά επάνω στο σώμα: Στρωτό ρούχο / κουστούμι / φόρεμα. 2. (μτφ.) που είναι ομαλός και δεν παρουσιάζει ιδιομορφίες: Στρωτό γράψιμο / κείμενο / ύφος. Mετάφραση γραμμένη σε στρωτή γλώσσα / σε στρωτά ελληνικά.
στρωτά ΕΠIΡΡ. [αρχ. στρωτός]