Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρωσίδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρωσίδι το [strosíδi] Ο44 : ό,τι στρώνεται κυρίως σε κρεβάτι (σεντόνια, κουβέρτες κτλ.) ή και σε δάπεδο (χαλί, κουρελού κτλ.): Έβγαλε τα στρωσίδια να αεριστούν.

[μσν. στρωσίδι(ο)ν < στρώσ(η) -ίδιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες