Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρωματογραφικός -ή -ό [stromatoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη στρωματογραφία: Στρωματογραφική κλίμακα / στήλη / τομή.
στρωματογραφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. στρωματογραφ(ία) -ικός]