Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρυφνός -ή -ό [strifnós] Ε1 : 1.(για πρόσ.) που είναι δύστροπος, ιδιότρο πος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Έχω ένα στρυφνό προϊστάμενο. 2. (για λόγο) που είναι δύσκολος στην κατανόηση: ~ συγγραφέας / ποιητής. Στρυφνό κείμενο / ύφος. Στρυφνή γλώσσα.
στρυφνά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. στρυφνός `τραχύς΄]