Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στροφέας ο [stroféas] Ο21 : 1.(ανατ.) ο ανώτατος σπόνδυλος του αυχένα· άτλας 3. 2. ο μεντεσές. 3. (τεχνολ.) α. (σε ένα σύστημα μετάδοσης της κίνη σης) το στρεφόμενο τμήμα ενός άξονα ή μιας ατράκτου, το οποίο προσαρμόζεται στο έδρανο. β. κυλινδρικό τμήμα γύρω από το οποίο στρέφεται ένα εξάρτημα.
[λόγ. < ελνστ. στροφεύς, αιτ. -έα (3: σημδ. γαλλ. pivot)]