Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρουμπουλός -ή -ό [strumbulós] Ε1 : που είναι κάπως παχύς· παχουλός, ευτραφής: Στρουμπουλό μωρό / κορίτσι / πρόσωπο.
στρουμπουλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. [στρούμπ(ος) -ουλός, στρούμπος: `στρογγυλό αντικείμενο, κόπανος΄ < αρχ. στρόμβος (δες λ.) (προφ.: [mb] ) με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ]