Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρουκτουραλιστικός -ή -ό [strukturalistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο στρουκτουραλισμό ή στο στρουκτουραλιστή· δομιστικός: Στρουκτουραλιστική θεωρία / μεθοδολογία / προσέγγιση / ανάλυση.
στρουκτουραλιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. στρουκτουραλιστ(ής) -ικός]