Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρουκτουραλισμός ο [strukturalizmós] Ο17 : 1.(γλωσσ.) επιστημονική κατεύθυνση (θεωρία και μεθοδολογία) που προσεγγίζει τη γλώσσα ως ένα κλειστό σύστημα σημείων με στόχο να κατανοήσει τη δομή αυτού του συστήματος. 2. (γενικότ.) επιστημονική κατεύθυνση (θεωρία και μεθοδολογία) που προσεγγίζει τα πράγματα ως σύνολα επί μέρους στοιχείων, τα οποία, με βάση γενικούς κανόνες, αλληλοπροσδιορίζονται ενταγμένα στο εσωτερικό ενός όλου· δομισμός.
[λόγ. < γαλλ. structuralisme (με [u] κατά το λατ. έτυμο structura `δομή΄) (-isme = -ισμός)]