Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρογγυλεύω [strongilévo] -ομαι Ρ5.2 : 1.κάνω κτ. στρογγυλό: ~ τις γωνίες ενός επίπλου. Οι γωνίες του τραπεζιού είναι στρογγυλεμένες. 2. (μτφ.) α. κάνω έναν αριθμό, ένα ποσό ακέραιο αφαιρώντας ή προσθέτοντας τις μονάδες, δεκάδες κτλ. ή το κλάσμα του: ~ προς τα πάνω / προς τα κάτω ένα ποσό. Aς στρογγυλέψουμε το λογαριασμό / την τιμή. β. (κυρ. για λό γο) αμβλύνω ή αφαιρώ τις αιχμές, τις αιχμηρές διατυπώσεις: Στη δεύτερη ομιλία του στρογγύλεψε τα επίμαχα σημεία της πρώτης. 3α. γίνομαι στρογγυλός: Ο γιακάς του πουκαμίσου στρογγυλεύει στην άκρη. Tα μάτια του στρογγύλεψαν από την έκπληξη. β. (μτφ.) παχαίνω, παίρνω κιλά: Άρχισε να στρογγυλεύει το πρόσωπό του / το σώμα του. Στρογγύλεψε εξαιτίας της εγκυμοσύνης.
[στρογγυλ(ός) -εύω]