Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στροβιλοκινητήρας ο [strovilokinitíras] Ο2 : (τεχνολ.) κινητήρας που λειτουργεί με στρόβιλο και που χρησιμοποιείται για την παραγωγή μηχανικής ισχύος (στην αεροναυτική, στους σιδηροδρόμους κτλ.).
[λόγ. στρόβιλ(ος)1 -ο- + κινη(τήρ) -τήρας μτφρδ. αγγλ. turbine motor]