Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στριφώνω [strifóno] -ομαι Ρ1 : διπλώνω και ράβω τις άκρες ενός υφάσματος (ενδύματος κτλ.), για να μην ξεφτίσουν: ~ το παντελόνι / τη φούστα.
[μσν. στρίφ(ω) (δες στο στριφογυρίζω) -ώνω]