Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στριμώχνω [strimóxno] -ομαι & στριμώνω [strimóno] -ομαι Ρ3 : 1α.συμπιέζω, περιορίζω κπ. ή κτ. (ή έναν αριθμό προσώπων ή πραγμάτων) σε σχετικά μικρό χώρο: Στριμωχτήκαμε στο αυτοκίνητο / στην ουρά. Kαθόταν στον καναπέ στριμωγμένος ανάμεσα σε δύο χοντρές κυρίες. Στρίμω ξε τα ρούχα της σε μια μικρή βαλίτσα. β. συμπιέζω, περιορίζω κτ. χρονι κά: Aναγκάστηκε να στριμώξει τις διακοπές του. Στρίμωξε τις δουλειές του μέσα σ΄ ένα πρωινό. 2α. φέρνω κπ. σε πολύ δύσκολη θέση ή σε αδιέξοδο: Οι δημοσιογράφοι στρίμωξαν τον υπουργό στη συζήτηση. Είμαι στριμωγμένος οικονομικά / χρονικά. ΦΡ ~ κπ. στη γωνία*. β. πιέζω ισχυρά κπ., προσπαθώ να αναγκάσω κπ. να κάνει κτ.: Tον στρίμωξα (για) να μου δώσει τα χρωστούμενα.
[-νω: μσν. στρυμώνω < ελνστ. στρύμ(οξ) `ξύλο για έκθλιψη σταφυλιών΄ -ώνω (ορθογρ. απλοπ.)· -χνω: στριμ(ώνω) μεταπλ. -χνω με βάση το συνοπτ. θ. στριμωξ- κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) - δείχνω]