Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στριγκλίζω [striŋglízo] Ρ2.1α : 1.(για άνθρ. και ορισμένα ζώα) βγάζω οξείες και διαπεραστικές κραυγές: Tα παιδιά στρίγκλιζαν τρομαγμένα. Tα γουρούνια στριγκλίζουν, όταν τα σφάζουν. 2. (μτφ., για πργ.) παράγω οξύ και διαπεραστικό ήχο: Tα φρένα των αυτοκινήτων στρίγκλιζαν ανατριχιαστικά.
[μσν. στριγγίζω < ελνστ. στριγγ- (στρίγξ) `κουκουβάγια΄ (δες στο στρίγκλα) -ίζω παρετυμ. στρίγκλα]