Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρεψοδικία η [strepsoδikía] Ο25 : η χρήση ψευδών ή σοφιστικών λόγων, επιχειρημάτων, που αποσκοπεί στην παραπλάνηση, στη διαστροφή της αλήθειας: Προσπάθησε με στρεψοδικίες να παραπλανήσει τους συνομιλητές του.
[λόγ. στρεψόδικ(ος) -ία]