Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρεβλός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρεβλός -ή -ό [strevlós] Ε1 : 1. (λόγ.) που δεν είναι ίσιος, που είναι στραβός. || (μαθημ.): Στρεβλό πολύγωνο, που οι κορυφές του δεν ανήκουν στο ίδιο επίπεδο. Στρεβλή καμπύλη, που δεν είναι επίπεδη. Στρεβλές ευθείες, ευθείες στο χώρο, που δεν είναι παράλληλες και που δεν τέμνονται. 2. (μτφ.) α. που δεν είναι ορθός, σωστός, που είναι εσφαλμένος: Στρεβλή αντίληψη. Στρεβλό γλωσσικό αίσθημα. β. που δεν είναι ομαλός, κανονικός: Στρεβλή οικονομική ανάπτυξη. Στρεβλές διαδικασίες. || ~ χαρακτήρας, δύστροπος. στρεβλά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. στρεβλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες