Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρατωνίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρατωνίζω [stratonízo] -ομαι Ρ2.1 : εγκαθιστώ στρατιώτες σε στρατώνα ή σε άλλο κατάλληλο χώρο, για προσωρινή ή για μόνιμη διαμονή. || (παθ.) για στρατιώτες που εγκαθίστανται σε στρατώνα, και με επέκταση, για άμαχο πληθυσμό που μένει προσωρινά σε πρόχειρα καταλύματα: Ο λόχος στρατωνίστηκε στο σχολείο του χωριού.

[λόγ. στρατων- (δες στρατώνας) -ίζω μτφρδ. γαλλ. caserner]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες