Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατολόγηση η [stratolójisi] Ο33 : η ενέργεια του στρατολογώ· στρατο λογία2. 1. συγκέντρωση ανδρών για να συγκροτηθεί στρατός ή ένοπλη ομά δα: Έγιναν στρατολογήσεις χωρικών στις ανταρτικές ομάδες. 2. (μτφ.) συγκέντρωση οπαδών ή μελών για να τεθούν στην υπηρεσία μιας οργάνωσης, ενός κόμματος, μιας ιδεολογίας ή για να εξυπηρετήσουν οποιαδήποτε άλλη σκοπιμότητα: H ~ νέων από θρησκευτικές / κομματικές οργανώσεις. H ~ πολιτών στις υπηρεσίες των αρχών κατοχής απέτυχε.
[μσν. στρατολόγησις < στρατολογη- (στρατολογώ) -σις > -ση]