Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατολογώ [stratoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. συγκεντρώνω άνδρες από διάφορες περιοχές και τόπους για να συγκροτήσω στρατό ή για να ενισχύσω τη δύναμή του: Οι φεουδάρχες στρατολογούσαν εθελοντές και μισθοφόρους. Οι Tούρκοι στρατολογούσαν βίαια τους χριστιανούς υπηκόους τους. || κατατάσσω πολίτες στο στρατό. 2. (μτφ.) συγκεντρώνω, βρίσκω οπαδούς ή συνεργάτες για να τους χρησιμοποιήσω σε έναν αγώνα ή σε μια προσπάθεια που μπορεί να έχει ιδιοτελείς, ύποπτους ή παράνομους σκοπούς: Στρατολογούν μέλη για το κόμμα. Στρατολογήθηκαν νέοι επιστήμονες για να βοηθήσουν στην αναδιοργάνωση της χώρας. Mυστικές υπηρεσίες που στρατολογούν πράκτορες σε όλες τις χώρες. || Mάγοι και προφήτες που στρατολογούν τα θύματά στους ανάμεσα στους αφελείς.
[λόγ.: 1: ελνστ. στρατολογῶ· 2: σημδ. γαλλ. recruter]