Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατολογία η [stratolojía] Ο25 : 1α. πρόσκληση των στρατευσίμων να καταταγούν στο στρατό για να υπηρετήσουν τη θητεία τους: Nομοθετικά διατάγματα ρυθμίζουν θέματα στρατολογίας. β. το σύνολο των μέτρων που αφορούν τη στράτευση στις ένοπλες δυνάμεις. γ. υπηρεσία που συντάσσει τους καταλόγους των στρατευσίμων τους οποίους κατανέμει στα διάφορα όπλα του στρατού, όπου οφείλουν να παρουσιαστούν όταν κληθούν για κατάταξη: Aξιωματικός της στρατολογίας. 2. στρατολόγηση. α. συγκέντρωση ανδρών για να συγκροτηθεί στρατός ή ένοπλη ομάδα. β. (μτφ., συνήθ. μειωτ.) συγκέντρωση, εξεύρεση νέων οπαδών ή μελών που θα τεθούν στην υπηρεσία μιας ιδεολογίας ή που θα εξυπηρετήσουν οποιαδήποτε άλλη σκοπιμότητα.
[λόγ.: 1α, β: ελνστ. στρατολογία· 1γ, 2: σημδ. γαλλ. recrutement]