Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρατοκρατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρατοκρατικός -ή -ό [stratokratikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στρατοκρατία, που στηρίζεται ή που ταιριάζει σε αυτή: Στρατοκρατικές μέθο δοι / αντιλήψεις. ~ τρόπος διακυβέρνησης ενός κράτους. στρατοκρατικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. stratocratique < stratocrat(ie) = στρατοκρα τ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες