Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατοκρατία η [stratokratía] Ο25 : διακυβέρνηση ενός κράτους από στρατιωτικούς και όχι από πολιτικούς· (πρβ. μιλιταρισμός). || η υπέρμετρη επιρροή και ο έλεγχος που ασκείται από τους στρατιωτικούς στην πολιτική εξουσία.
[λόγ. < γαλλ. stratocratie < strato- = στρατο- 1 + -cratie = -κρατία]