Παράλληλη αναζήτηση
24 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατο- 1 [strato] & στρατό- [strató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & στρατ- [strat], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στο στρατό, στους στρατιωτικούς, στις ένοπλες δυνάμεις: ~κράτης, ~κρατούμαι, ~λογώ, στρατάρχης, στρατόπεδο. || στο στρατό ξηράς: ~δίκης, ~νόμος.
[λόγ. < αρχ. στρατ(ο)- θ. του ουσ. στρατό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. στρατό-πεδον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατο- 2 : (παρωχ.) το ουσ. στράτα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: ~κόπος, ~λάτης.
[μσν. στρατο- θ. του ουσ. στράτ(α) -ο- ως α' συνθ.: μσν. στρατο-κόπος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατοδικείο το [stratoδikío] Ο39 : δικαστήριο που αποτελείται από αξιωματικούς της στρατιωτικής δικαιοσύνης και που δικάζει στρατιωτικούς· σε ανώμαλες καταστάσεις, όταν κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος, δικάζει και πολίτες που κατηγορούνται για ορισμένα αδικήματα: Παραπέμφθηκε στο έκτακτο ~ με την κατηγορία της λιποταξίας σε καιρό πολέμου. Οι πραξικοπηματίες αξιωματικοί καταδικάστηκαν από το διαρκές ~. Περ νώ από ~, δικάζομαι από στρατοδικείο: Θα τον περάσουν από ~ για εγκατάλειψη σκοπιάς.
[λόγ. στρατο- 1 + -δικείον μτφρδ. γαλλ. tribunal militaire]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατοδίκης ο [stratoδíkis] Ο10 : αξιωματικός που είναι μέλος στρατοδικείου.
[λόγ. στρατο(δικείον) -δίκης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατοκόπος ο [stratokópos] Ο18 : (λαϊκότρ., λογοτ.) οδοιπόρος.
[μσν. στρατοκόπος < στρατο- 2 + -κόπος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατοκράτης ο [stratokrátis] Ο10 : αυτός που υποστηρίζει θεωρητικά τη στρατοκρατία ως θεσμό ή αυτός που στηρίζει ένα στρατοκρατικό καθεστώς ή που συμμετέχει σε αυτό. || (ως επίθ.).
[λόγ. στρατο(κρατία) -κράτης (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατοκρατία η [stratokratía] Ο25 : διακυβέρνηση ενός κράτους από στρατιωτικούς και όχι από πολιτικούς· (πρβ. μιλιταρισμός). || η υπέρμετρη επιρροή και ο έλεγχος που ασκείται από τους στρατιωτικούς στην πολιτική εξουσία.
[λόγ. < γαλλ. stratocratie < strato- = στρατο- 1 + -cratie = -κρατία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατοκρατικός -ή -ό [stratokratikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στρατοκρατία, που στηρίζεται ή που ταιριάζει σε αυτή: Στρατοκρατικές μέθο δοι / αντιλήψεις. ~ τρόπος διακυβέρνησης ενός κράτους.
στρατοκρατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. stratocratique < stratocrat(ie) = στρατοκρα τ(ία) -ique = -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατοκρατούμαι [stratokratúme] Ρ10.9β : για κράτος ή για περιοχή που βρίσκεται υπό καθεστώς στρατοκρατίας, που διοικείται από στρατιωτικούς ή του οποίου η κυβέρνηση ελέγχεται από στρατιωτικούς.
[λόγ. στρατο(κρατία) -κρατούμαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]