Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατιώτης ο [stratiótis] Ο10 θηλ. στρατιωτίνα [stratiotína] Ο26 στη σημ. 1 : 1α. οπλίτης του στρατού ξηράς: Εθελοντής / μισθοφόρος ~. Yπηρέτη σε τη θητεία του ως απλός ~. Tο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, για όλους όσοι έπεσαν στα πεδία των μαχών. (έκφρ.) πηγαίνω / φεύγω ~ / με παίρνουν στρατιώτη, στρατεύομαι (στο στρατό ξηράς, στο ναυτικό ή στην αεροπορία). || για στρατιωτικό που ζει πειθαρχημένα, λιτά και που εργάζεται με αφοσίωση: Ο (τάδε) στρατηγός ήταν ~ / έζησε σαν ~. β. πιόνι στο σκάκι. 2. (μτφ.) αυτός που αγωνίζεται για ένα υψηλό ιδανικό με αυταπάρνηση, με πειθαρχία και με γενναιότητα: Εργάστηκε ως απλός ~ για την οικονομική και πολιτιστική ανόρθωση του τόπου του. H παιδεία χρειάζεται στρατιώτες. ~ της ειρήνης / της δημοκρατίας. Οι ιεραπό στολοι είναι στρατιώτες της Εκκλησίας / του Xριστού.
στρατιωτάκι το YΠΟKΟΡ 1α. παιδί που φορά στολή στρατιώτη. (έκφρ.) σαν στρατιωτά κια, για πολύ ή υπερβολικά πειθαρχικά παιδιά ή και για μεγάλους που πει θαρχούν τυφλά. β. (συναισθ.): Στην παρέλαση χειροκροτήσαμε τα στρατιωτάκια μας. 2. μικρογραφία στρατιώτη, κυρίως ως παιδικό παιχνίδι: Tα μολυβένια στρατιωτάκια. [λόγ.: 1: αρχ. στρατιώτης· 2: με βάση τη μσν. φρ. στρατιώτης του Χριστού & σημδ. γαλλ. soldat· στρατιώτ(ης) -ίνα]