Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρατιωτικοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρατιωτικοποιώ [stratiotikopió] -ούμαι Ρ10.9 : ANT αποστρατιωτικοποιώ. 1. οχυρώνω στρατιωτικά μια περιοχή. 2. δίνω σε κτ. δομή στρατιω τική: Θα στρατιωτικοποιηθούν οι ναυτικές σχολές.

[λόγ. στρατιωτικ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. militariser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες