Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατηγικός 1 -ή -ό [stratijikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στρατηγική ή που στηρίζεται σε αυτή, σε αντιδιαστολή προς τη λέξη τακτικός. 1. που αφορά το σχεδιασμό μιας στρατιωτικής επιχείρησης: Στρατηγικοί στόχοι. Στρατηγικές κινήσεις. Ο στρατός μας κατέχει στρατηγικές θέσεις, που δίνουν πλεονεκτήματα έναντι του εχθρού. || Στρατηγικά όπλα, πυρη νικά όπλα μεγάλης ισχύος και μεγάλου βεληνεκούς. 2. (μτφ.) που αφορά το γενικό σχεδιασμό και το συντονισμό των ενεργειών που είναι απαραίτητες για την επιτυχία ενός σκοπού: Έχει στρατηγική θέση στην εταιρεία, πολύ σημαντική. Bιομηχανίες στρατηγικής σημασίας.
στρατηγικά ΕΠIΡΡ από στρατηγική άποψη. [λόγ.: 1: στρατηγ(ική) -ικός (πρβ. αρχ. στρατηγικός `που ανήκει σε στρατηγό΄)· 2: σημδ. αγγλ. strategic < αρχ. στρατηγική]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατηγικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με το στρατηγό, που τον χαρακτηρίζει ή που ανήκει σε αυτόν: Έχει στρατηγικές ικανότητες. || που διενεργείται από στρατηγό: Στρατηγική επιθεώρηση.
στρατηγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. στρατηγικός]