Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρατηγείο το [stratijío] Ο39 : 1. (στρατ.) α. η έδρα του διοικητή μεγάλης μονάδας και του επιτελείου του: Yπηρετεί στο ~. β. το σύνολο των προσώπων που υπηρετούν στο στρατηγείο: Λόχος / ίλη στρατηγείου. 2. (μτφ.) η έδρα του ηγετικού πυρήνα ενός οργανωμένου συνόλου, μιας οργάνωσης που πρέπει να καταρτίσει και να συντονίσει ένα σχέδιο δράσης: Στα εκλογικά στρατηγεία των κομμάτων γίνονται συνεχείς συσκέψεις.
[λόγ. < ελνστ. στρατηγεῖον, αρχ. στρατήγιον `χώρος συνέλευσης των στρατηγών στην Aθήνα΄]