Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρας το [strás] Ο (άκλ.) : α. πολύ γυαλιστερό γυαλί που απομιμείται πολύτιμους λίθους: Tα σκουλαρίκια της ήταν (από) ~. β. κόσμημα ή άλλο διακοσμητικό στοιχείο από το παραπάνω υλικό: Ήταν στολισμένη με ~. Tο φόρεμα είναι γαρνιρισμένο με ~. || (επέκτ.) για κάθε ευτελές και φανταχτερό κόσμημα.
[λόγ. < γαλλ. stras < ανθρωπων. Strass (όν. κοσμηματοποιού από το Στρασβούργο που το έκανε της μόδας)]