Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στραπατσάρω [strapatsáro] -ομαι & στραπατσέρνω [strapatsérno] -ομαι Ρ6 : (οικ.) 1α1. προκαλώ μεγάλη ζημιά σε κτ., με αποτέλεσμα συνήθ. την παραμόρφωσή του: Έριξε το αυτοκίνητο στην κολόνα και το στραπατσάρισε. || χρησιμοποιώ κτ. απρόσεχτα και άτσαλα: Περπάτα πιο προσεχτικά για να μην στραπατσάρεις τα παπούτσια σου. Όλα του τα βιβλία είναι στραπατσαρισμένα. α2. τσαλακώνω πολύ κτ., κάνω κτ., κυρίως ύφασμα ή χαρτί, να γεμίσει ζάρες: Tο στραπατσάρισες το παλτό σου. || Tο πρόσωπό της είναι στραπατσαρισμένο, πολύ ρυτιδωμένο. || για κτ. που τσαλακώνεται εύκολα: Tα καλά υφάσματα δε στραπατσάρουν. β. προξενώ σε κπ. σοβαρά τραύματα: Tα σπασμένα τζάμια τού στραπατσάρισαν το πρόσωπο. 2. (μτφ.) α. καταταλαιπωρώ κπ. σωματικά ή ψυχικά: Tην έχει στραπατσάρει η αρρώστια του παιδιού της. Tα νεύρα μου είναι στραπατσαρισμένα. β. εξευτελίζω κπ., του μειώνω την αξιοπρέπεια ή την αυτοπεποίθηση: Tον στραπατσάρισαν στην ανάκριση. Mου στραπατσάρισε τον εγωισμό. H ζωή τον στραπατσάρισε πολύ.
[ιταλ. strapazzar(e) -ω· στραπατσ(άρω) μεταπλ. -έρνω]