Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στραμπουλώ [strambuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2 & στραμπουλίζω [strambu lízo] -ομαι Ρ2.3 : προκαλώ διάστρεμμα σε άρθρωση του σώματός μου, εξαιτίας μιας απότομης ή βίαιης κίνησης: Στραμπούλισα τον αστράγαλό μου. Στραμπουλήχτηκε το χέρι μου. Tο πόδι μου είναι στραμπουληγμένο.
[-ίζω: μσν. στραμπουλίζω < συμφυρ. ιταλ. strambo `στρεβλωμένος΄ (< υστλατ. strambus < αρχ. στραβός) + στραγγουλίζω: stramb(o)-(στραγγ)ουλίζω· -ώ: στραμπουλ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. στραμπουλισ-]