Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στραγγιστήρι το [strangistíri] Ο44 : 1. σκεύος της κουζίνας, με μορφή διάτρητου δοχείου, που χρησιμοποιείται για σούρωμα· τρυπητό, σουρωτήρι. 2. σκεύος επάνω στο οποίο αφήνουν τα πλυμένα πιάτα για να στεγνώσουν.
[στραγγισ- (στραγγίζω) -τήρι]