Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στραγγαλισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραγγαλισμός ο [straŋgalizmós] Ο17 : η ενέργεια του στραγγαλίζω. 1. δυνατό σφίξιμο του λαιμού που εμποδίζει την αναπνοή και επιφέρει το θάνα το από ασφυξία: Ο δολοφόνος σκότωσε τα θύματά του με στραγγα λι σμό. 2. (μτφ.) κατάπνιξη, εφαρμογή μέτρων που εμποδίζουν κτ. να υπάρξει ή να εκδηλωθεί: ~ των δικαιωμάτων, καταπάτηση. ~ της αλήθειας, διαστρέβλωση.

[λόγ. < μσν. στραγγαλισμός < στραγγαλισ- (στραγγαλίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες