Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στραγγαλίζω [straŋgalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. σφίγγω δυνατά το λαιμό κάποιου, πιέζοντας το λάρυγγα, με τα χέρια μου ή με σκοινί και τον πνίγω: Bρέθηκε μια γυναίκα στραγγαλισμένη. Θα σε στραγγαλίσω, ως απειλή. 2. (μτφ.) καταπνίγω κτ., δεν το αφήνω να εκδηλωθεί, να αναπτυχθεί, να υπάρξει: Οι κατακτητές στραγγάλισαν τις ελευθερίες των λαών. Στραγγαλίζεται κάθε προσπάθεια οικονομικής προόδου. Στραγγάλισε μέσα της κάθε συναίσθημα. || Στραγγαλίζουν την αλήθεια, τη διαστρέφουν.
[λόγ.: 1: ελνστ. στραγγαλίζω· 2: σημδ. γαλλ. étrangler]