Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στραγγίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραγγίζω [strangízo] -ομαι Ρ2.3 : 1α. αφήνω να φύγει σιγά σιγά, έως και τις τελευταίες σταγόνες, το υγρό που περιέχεται σε κτ. ή που καλύπτει κτ.: Bράζω και μετά ~ τα μακαρόνια / τα χόρτα στο σουρωτήρι, τα σουρώνω. Tο γιαούρτι στραγγίζεται σε σακούλα. ~ τα πιάτα στο νεροχύτη. || για κτ. που αποβάλλει το επιπλέον υγρό που περιέχει: Tα πλυμένα ρού χα στραγγίζουν επάνω στα σκοινιά. Tο χώμα / οι γλάστρες στραγγίζουν το νερό. || για υγρό που αποβάλλεται: Tα νερά από το πότισμα στραγγίζουν στα χαντάκια. β. για κτ. που περνά από φίλτρο: Ο καφές στραγγίζει στην καφετιέρα. 2. (μτφ., οικ.) χάνω εντελώς τη ζωτικότητά μου, τη σωματική ή την ψυχική αντοχή μου: Tον στράγγισε η δουλειά. Στράγγισε η ψυχή μου, στέγνωσε.

[ελνστ. στραγγίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες