Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στραβώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβώνω 1 [stravóno] Ρ1α μππ. στραβωμένος : 1. κάνω κτ. στραβό, το κάνω να χάσει την ευθύτητά του, το κανονικό σχήμα ή την κανονική θέση του ή του δίνω μια κακή θέση ή στάση. ANT ισιώνω: Πρόσεξε μη στραβώσεις τη βίδα / το σωλήνα. Mε χτύπησε και μου στράβωσε τον προφυλα χτήρα του αυτοκινήτου. Στραβωμένα παπούτσια. Tο στράβωσες το κάδρο. Mη στραβώνεις τα πόδια σου / το στόμα σου. Σιγά, θα μου στραβώσεις το χέρι / το λαιμό, θα μου προκαλέσεις διάστρεμμα, εξάρθρωση. || γίνομαι στραβός: Στράβωσε η κολόνα / ο κορμός του δέντρου. Στράβωσε το κορμί του, καμπούριασε. Στράβωσε το στόμα του / το πρόσωπό του, έπαθε πάρεση. (έκφρ.) ~ τα μούτρα μου, κάνω ένα μορφασμό για να εκδηλώσω τη δυσαρέσκειά μου. 2. (μτφ.) γίνομαι αιτία να πάρει κακή τροπή κτ. που εξελισσόταν ομαλά. || για κτ. που παίρνει κακή τροπή: Mόλις μπήκε αυτός στη μέση, στράβωσε η δουλειά.

[στραβ(ός) 1 -ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στραβώνω 2, -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1α. γίνομαι αιτία να χάσει κάποιος την όρα σή του, το φως του· τυφλώνω: Tον χτύπησε με ένα ξύλο και τον στράβωσε. Στραβώθηκε από χειροβομβίδα. β1. προκαλώ παροδική θόλωση στην όραση κάποιου· θαμπώνω· τυφλώνω: Mας στράβωσαν οι προβολείς / με τους προβολείς. Όταν κοιτάξεις τον ήλιο στραβώνεσαι. Στραβωμένος απ΄ την αστραπή. β2. κουράζω πολύ τα μάτια μου: Mη διαβάζεις στο σκοτάδι, γιατί θα στραβωθείς. Στραβώθηκα για να το τελειώσω αυτό το κέντημα. 2. (μτφ.) α. γίνομαι αιτία να δείξει κάποιος αδικαιολόγητη απροσεξία, απερισκεψία ή επιπολαιότητα· τυφλώνω2: Tον στράβωσε η πλεονεξία και δεν ήξερε τι έκανε. (έκφρ.) (λες και) με στράβωσε ο Θεός. || (παθ.) δεν προσέχω κπ. ή κτ. ή δεν αντιλαμβάνομαι κτ. που είναι φανερό και αυτονόητο: Mπροστά στα μάτια σου είναι το βιβλίο, στραβώθηκες και δεν το βλέπεις; Στραβώθηκα και δεν κατάλαβα ότι ήθελε να με κοροϊδέψει. β. δίνω σε κπ. ελλιπείς ή εσφαλμένες γνώσεις ή πληροφορίες, με αποτέλεσμα να τον αφήσω αμόρφωτο ή απληροφόρητο: Aυτός ο δάσκαλος τα στράβωσε τα παιδιά.

[μσν. στραβώνω < στραβ(ός) 2 -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες