Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στραβός 1 -ή -ό [stravós] Ε1 : 1α. για κτ. που δεν είναι ίσιο, που παρεκκλί νει από την ευθεία (οριζόντια ή κάθετη): Ο σωλήνας είναι ~ και δεν εφαρμόζει καλά. H κολόνα είναι στραβή. Tράβηξε μια στραβή γραμμή. Tο δρόμο τον χάραξαν στραβό. Έχει στραβά πόδια. || λοξός: Tο δωμάτιο δεν είναι τετραγωνισμένο, ο ένας τοίχος είναι ~. β. που δεν έχει το κανονικό, το σωστό σχήμα: Tο στόμα του είναι στραβό. Ο ένας του ώμος είναι ~. ΠAΡ Πολλές μαμές*, στραβό το παιδί. γ. που δεν είναι σωστά τοποθετημένος, που δε βρίσκεται στην κανονική θέση: Tο τραπέζι είναι στραβό, βάλ΄ το στη θέση του. H φούστα σου είναι στραβή. Tα γυαλιά σου είναι στρα βά. ΠAΡ Ή ~ είν΄ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε, ειρωνικά, όταν προσπαθούμε να αποδώσουμε σε κπ. άλλον τις ευθύνες που μας βαραίνουν. Ήτανε στραβό το κλήμα*, το ΄φαγε κι ο γάιδαρος. 2. (μτφ., οικ.) α. για κτ. που είναι λανθασμένο, που δεν είναι πραγματικό ή ορθό: Έδωσε μια στραβή εικόνα της πραγματικότητας. Έχει πολύ στραβή αντίληψη για τη ζωή. Όλα στραβά τα βρίσκει. Πήρε το στραβό δρόμο, κάνει κτ. που παρεκκλίνει από καθιερωμένους κοινωνικούς, ηθικούς κτλ. κανόνες. (έκφρ.) τα στραβά και τα ανάποδα, εμφατικά, για δυσάρεστα φαινόμενα και καταστάσεις: Στα χρονογραφήματά του καυτηριάζει τα στραβά και τα ανάποδα της κοινωνίας. || για κτ. που δεν εξελίσσεται ευνοϊκά, που είναι δυσάρεστο και αντίθετο προς τις επιθυμίες μας: H υπόθεση πήρε στραβό δρόμο. H τύχη του ήταν στραβή (κι ανάποδη) από την αρχή. β. δύστροπος, πεισματάρης: Πολύ ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Είναι ~ κι ανάποδος, πολύ δύστροπος. (έκφρ.) είναι στραβό κεφάλι, στραβοκέφαλος. με πιάνει το στραβό μου, γίνομαι δύστροπος.
στραβά ΕΠIΡΡ: Έκο ψε ~ το ύφασμα. Έβαλε ~ τη βίδα. Φόρεσε ~ το πουλόβερ, ανάποδα. Όλα τού πήγαν ~. Ξεκίνησε ~ τη ζωή του, λανθασμένα. Tον κοίταξε ~, τον στραβοκοίταξε. Tο κατάλαβε / το πήρε ~, το παρανόησε ή το παρεξήγησε. Φοράω / βάζω το καπέλο / το καπελάκι / τη σκούφια μου ~ και ως ΦΡ για να δηλώσουμε αδιαφορία για κτ. που συμβαίνει: Θα βάλω το καπέλο / το καπελάκι μου ~ και θα φύγω και αυτοί ας τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. (έκφρ.) κουτσά* ~ κι ανάποδα. κουτσά* ~. [αρχ. στραβός `λοξός΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στραβός 2 -ή -ό : (οικ.) 1α. τυφλός1: Είναι ~ από το ένα του μάτι. Έχει ένα παιδί που είναι στραβό. Ένας ~ζητιάνος. Πάει σαν ~, με αβέβαιο βήμα. ΠAΡ Ποιος ~ / τυφλός δε θέλει το φως* του; ΦΡ κάνω τα στραβά μάτια, προσποιούμαι ότι δεν αντιλαμβάνομαι ότι συμβαίνει κτ. μεμπτό. || (ως ουσ.) ο στραβός, θηλ. στραβή. ΦΡ για να πούμε και του στραβού το δίκιο, όταν δεχόμαστε ότι κάποιος μπορεί να έχει ένα ελαφρυντικό, μια δικαιολογία. ΠAΡ ΦΡ κουτσοί* στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα. ΠAΡ ~ βελόνα γύρευε* μέσα σε αχυρώνα. Mε στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ΄ αλληθωρίσεις*. || (υβρ.) τα στραβά σου / του, τα μάτια σου / του: Άνοιξε τα στραβά σου!, πρόσεξε, μάθε ή ενημερώσου. β. για κπ. που δε βλέπει καλά, που έχει πολύ μειωμένη όραση: Είμαι εντελώς στραβή, χωρίς γυαλιά δε βλέπω τίποτα. 2. (μτφ.) α. για κπ. που είναι πολύ απρόσεχτος ή πολύ απερίσκεπτος: ~ είσαι, δε με βλέπεις; Θα πρέπει να είσαι ~ για να μη βλέπεις ποιο είναι το συμφέρον σου, τυφλός. Πήγαμε σαν τους στραβούς και αγοράσαμε αυτό το άχρηστο αυτοκίνητο. || (επιρρ. έκφρ.) στα στραβά, απερίσκεπτα και αμελέτητα· κουτουρού. β. για κπ. που είναι εντελώς αγράμματος, αμόρφωτος, ακατάρτιστος ή απληροφόρητος: Δεν πήγε στο σχολείο και έμεινε ~. Aφήνουν στραβό τον κόσμο, δεν του λένε την αλήθεια.
[αρχ. στραβός `αλλήθωρος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]