Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στραβοτιμονιά η [stravotimoná] Ο24 : (οικ.) 1. στροφή του τιμονιού ενός σκάφους ή οχήματος σε λανθασμένη διεύθυνση: Mια ~ ήταν αρκετή για να τον ρίξει στον γκρεμό. 2. (μτφ.) λανθασμένος χειρισμός μιας υπόθεσης.
[στραβο- + τιμονιά]