Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στραβομούρης -α -ικο [stravomúris] Ε9 : (οικ.) για κπ. που το πρόσωπό του έχει ακανόνιστα χαρακτηριστικά· στραβομούτσουνος.
[στραβο- + μούρ(η) -ης]