Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρίφωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρίφωμα το [strífoma] Ο49 : 1.η ενέργεια του στριφώνω: H φούστα θέλει ~. 2. η άκρη υφάσματος (ενδύματος κτλ.), την οποία έχουν στριφώσει: Ξηλώθηκε το ~ της φούστας.

[στριφώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες