Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρέβλωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρέβλωση η [strévlosi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στρεβλώνω, η παραμόρφωση: ~ της κάτω σιαγόνας / της σπονδυλικής στήλης / των άκρων. 2. (μτφ.) η διαστρέβλωση, η παραποίηση, η παραμόρφωση: ~ των δηλώσεων / της συνέντευξης του υπουργού. Tο πολιτικό τους κριτήριο έχει υποστεί ~.

[λόγ. στρεβλω- (δες στρεβλώνω) -σις > -ση (διαφ. το συγγ. ελνστ. στρέβλωσις `βασανιστήριο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες